- εσωθικά
- τα внутренности
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σωθικά — τα, Ν 1. τα σπλάγχνα, τα εντόσθια 2. φρ. «μού τρώει [ή μού καίει] τα σωθικά» μέ βασανίζει πάρα πολύ, με φθείρει σωματικά και ψυχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐσωθικά, πληθ. ουδ. ενός επιθ. *ἐσωθικός < ἔσωθεν, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek